- πουκαμισάδικο
- το, Ν1. εργαστήριο κατασκευής, υποκαμίσων2. κατάστημα πώλησης υποκαμίσων.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πουκαμισαδ- τού πληθ. τού πουκαμισάς + κατάλ. -ικο (πρβλ. ραφτ-άδικο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πουκαμισάδικο — το εργαστήριο κατασκευής πουκάμισων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)